-
1 κοριτσάκι
τό1) девочка, девчонка; 2) дочка -
2 δύστυχο κοριτσάκι
неcреќното девоjчеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δύστυχο κοριτσάκι
-
3 девочка
-
4 девочка
девочкаж τό κοριτσάκι. -
5 подросток
подростокм ὁ ἀνήλικος / τό ἀγοράκι, ὁ νεανίας (ρ юноше) / ἡ νεάνιδα, τό κοριτσάκι (о девочке). -
6 трехлетний
трехлетн||ийприл τριετής, τρίχρονος:\трехлетнийяя годовщина ἡ τρίτη ἐπέτειος, ἡ τριετηρίδα, ἡ τριετηρίς· \трехлетнийее отсутствие ἡ τριετής ἀπουσία· \трехлетнийяя девочка κοριτσάκι τριών χρονών \трехлетний срок ἡ τριετής προθεσμία. -
7 ξεσυνερίζομαι
μετ.1) принимать всерьёз (чьи-л. слова, поступки); придавать значение (чьим-л. словам, поступкам); обращать внимание (на чьи-л. действия, слова);είναι παιδί, μην το ξεσυνερίζεσαι — не обращай внимания, он ещё ребёнок;
2) принимать близко к сердцу, обижаться;μην με ξεσυνερίζεσαι — не обижайся на меня;
3) не желать уступить друг другу; соперничать;αυτά τα παιδιά ξεσυνερίζονται το ένα το άλλο και πάντα μαλλώνουν — эти дети не хотят уступить друг другу и ссорятся;
4) подражать (кому-л.); стремиться быть похожим (на кого-л.);τό κοριτσάκι ξεσυνερίζεται τίς μεγάλες του αδελφές — девочка подражает своим старшим сестрам
-
8 девочка
[ντιέβατσκα] та θ. κοριτσάκι -
9 девочка
[ντιέβατσκα] та θ. κοριτσάκι -
10 девочка
[ντιέβατσκα] та θ. κοριτσάκι -
11 девочка
[ντιέβατσκα] та θ. κοριτσάκι -
12 девочка
-ив. κοριτσάκι. -
13 девчурка
-и θ.ς χαϊδ.) κοριτσάκι, κοπελλίτσα. -
14 доченька
-и θ.μικρή θυγατέρα, κοριτσάκι, θυγατρίδιο. -
15 дочка
-и о.1. βλ. дочь.2. χαϊδ. κοριτσάκι. -
16 льнуть
льну, льнёшь,επιρ. μτχ. δεν έχειρ.δ.1. κολλώ•палые листы льнут к ногам τα πεσμένα φύλλα κολλούν στα πόδια.
2. σφίγγομαι•девочка льнула к матери• το κοριτσάκι κολλούσε στη μάνα.
|| μτφ.επιδιώκω σχέσεις με τους προϊστάμενους (τους μεγάλους). -
17 рёва
-ы α. и.θ. κλαψιάρικο αγοράκι ή κοριτσάκι. -
18 семилетний
επ.εφτάχρονος, εφταετής•-ее образование εφταετής μόρφωση•
-яя девочка εφτάχρονο κοριτσάκι•
семилетний план εφτάχρονο πλάνο.
-
19 семилеток
-тка α. -ка, -и θ.εφτάχρονο παιδάκι, κοριτσάκι. -
20 упорхнуть
-ну, -ншьρ.σ.πετώ, αφίπτα-μαι•птица -ла το πουλάκι πέταξε.
|| φεύγω γρήγορα•девочка -ла в сад το κοριτσάκι έφυγε τρέχοντας στο δεντρόκηπο.
См. также в других словарях:
κοριτσάκι — το μικρό κορίτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + υποκορ. κατάλ. άκι] … Dictionary of Greek
The Best (Despina Vandi album) — The Best Greatest hits album by Despina Vandi Released December 2001 Recorded 1994 2001 … Wikipedia
Despina Vandi Live — Despina Vandi: Live Live album by Despina Vandi Released December 08, 2003 Recorded 2003 … Wikipedia
Singles (Despina Vandi album) — Singles Compilation album by Despina Vandi Released December 12, 2006 … Wikipedia
Despina Vandi (album) — Despina Vandi Δέσποινα Βανδή Compilation album by Despina Vandi Released 2005 Recorded 1994 2000 Genre Laïka … Wikipedia
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
θυγάτριον — θυγάτριον, τὸ (ΑΜ) μικρή θυγατέρα, κορούλα μσν. νέα κοπέλα, κοριτσάκι, κοπελίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
θυγατρίς — θυγατρίς, ίδος, ἡ (Μ) μικρό κορίτσι, κορασίδα, κοριτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + υποκορ. κατάλ. ίς (πρβλ. θυλακ ίς, χοινικ ίς)] … Dictionary of Greek
κορίδιον — κορίδιον, τὸ (Α) 1. κοριτσάκι 2. πιθ. το φυτό κορίανδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόρη, ενώ με τη σημ 2. < κόρι ή < κόριον (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. ίδ ιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κορίσκη — κορίσκη, ἡ (Α) (υποκορ. τού κόρη) κοριτσάκι, κοράσιο («αὐλοὺς δ ἔχουσά τις κορίσκη καρικὸν μέλος τι μελίζεται τοῑς συμπόταις», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. ίσκη (θηλ. τού ίσκος)] … Dictionary of Greek
κορίσκιον — κορίσκιον, τὸ (Α) κοριτσάκι, κοράσιο, κοπελίτσα («παιδίσκη, κόριον, κόρη, κορίσκιον», Πολύδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κορ ίσκη (υποκορ. τού κόρη) + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek